Κασινί

Κασινί
(Cassini). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων αστρονόμων ιταλικής καταγωγής. 1. Ζακ (Jacques, Παρίσι 1677 – 1756). Διετέλεσε διευθυντής του αστεροσκοπείου του Παρισιού, μέλος της Ακαδημίας των Επιστημών της Γαλλίας και μέλος της Βασιλικής Εταιρείας του Λονδίνου. Ταξίδεψε στην Ολλανδία, στη Φλάνδρα και στην Αγγλία, με σκοπό την πραγματοποίηση διαφόρων επιστημονικών ερευνών και έγραψε πλήθος έργων τα κυριότερα από τα οποία είναι τα Σχετικά με τιςδιαστάσεις και το σχήμα της Γης (1720) και Στοιχεία Αστρονομίας (1740). 2. Σεζάρ-Φρανσουά (César-François, 1714 – 1784). Αν και από το 1756 ήταν ουσιαστικά διευθυντής του αστεροσκοπείου του Παρισιού, ο διορισμός του –με χαρακτήρα τιμητικού τίτλου– του απονεμήθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΕ’ μόλις το 1771. Οι αστρονομικές εργασίες του ήταν οι παρατηρήσεις των κομητών, οι εκλείψεις του Ήλιου και της Σελήνης κλπ. Το 1736 εξελέγη ακαδημαϊκός. Έγραψε διάφορα έργα, το κυριότερο από τα οποία είναι η Προσθήκη στους πίνακες του Κασινί (του πατέρα του), το οποίο εκδόθηκε το 1740. Στην οικογένεια Κ. διακρίθηκαν και οι αστρονόμοι Τζοβάνι-Ντομένικο (Giovanni-Domenico, 1625-1712) και Ζακ-Ντομινίκ (Jacques-Dominique, 1748-1845).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιαπετός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους έξι Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας. Από τον γάμο του με την Κλυμένη, κόρη του Ωκεανού, ή με την Ασία, την Αίθρα ή τη Θέμιδα, απέκτησε τον Προμηθέα, τον Άτλαντα, τον Επιμηθέα και τον Μενοίτιο. Ο Ι …   Dictionary of Greek

  • αστρονομία — Επιστήμη συγγενική με τη φυσική και τα μαθηματικά, που ερευνά τα φαινόμενα των αστέρων· η επιστήμη που μελετά τη φυσική κατάσταση, τη θέση, την κίνηση, τη σύσταση και την εξέλιξη των αστέρων. Η λέξη αστέρες λαμβάνεται εδώ στην όσο το δυνατόν… …   Dictionary of Greek

  • ωοειδής — Κάθε επίπεδη κλειστή γραμμή, τέτοια ώστε το ευθύγραμμο τμήμα που ενώνει δύο οποιαδήποτε σημεία της να βρίσκεται ολόκληρο στο εσωτερικό της (δηλ. το μέρος του επιπέδου που αυτή περικλείει) ή να αποτελεί μέρος αυτής της γραμμής. Παραδείγματα ω.… …   Dictionary of Greek

  • Δίας ή Ζευς — I Η κορυφαία μυθολογική θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεο. Η μορφή του θεού αυτού είχε την προέλευσή της σε ένα υπέρτατο ον των ινδοευρωπαϊκών λαών, που είχε το όνομα του φωτεινού ουρανού, το οποίο διατηρείται στις διάφορες ιστορικές γλώσσες:… …   Dictionary of Greek

  • Καμπάνι, Τζουζέπε — (Giuseppe Campani, 1635 – 1715). Ιταλός οπτικός και αστρονόμος. Κατασκεύασε μικροσκόπια και τηλεσκόπια μεγάλης ισχύος, ανάμεσα στα οποία ήταν και αυτό που χρησιμοποίησε ο Κασίνι, με το οποίο ανακάλυψε δύο δορυφόρους του Κρόνου …   Dictionary of Greek

  • Λακάγ, Νικολά Λουί ντε- — (Nicolas Luis de Lacaille, Ριμινί 1713 – Παρίσι 1762). Γάλλος αστρονόμος. Ανατράφηκε σε μια εύπορη οικογένεια με προοδευτικές αντιλήψεις, ενώ διατηρούσε στενή φιλική σχέση με τον κορυφαίο την εποχή εκείνη αστρολόγο Ζακ Κασίνι, που εργαζόταν στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”